- εθνεγέρτης
- οαυτός που ξεσηκώνει το έθνος σε επανάσταση για την αποτίναξη του ξενικού ζυγού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εθνεγέρτης — ο αυτός που εξεγείρει το έθνος σε εθνικούς, απελευθερωτικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. έθνος + εγείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Περικλή Καλαθάκη] … Dictionary of Greek
εθνεγερσία — η επανάσταση έθνους για την ανάκτηση τής ελευθερίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθνεγέρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek